μεγαλοκύμων

μεγαλοκύμων
μεγαλοκύμων
making great waves
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοκύμων — μεγαλοκύμων, ον (ΑM) αυτός που σηκώνει μεγάλα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κυμων (< κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”